- κινδυνολογώ
- [κινδυνολόγος]επισημαίνω και επικαλούμαι κατά κόρον κινδύνους που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν ή μεγαλοποιώ υπαρκτούς κινδύνους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κινδυνολογώ — ( είς, εί κτλ.), κινδυνολόγησα, δημιουργώ ανησυχία ομιλώντας διαρκώς για κινδύνους (συνήθως ανύπαρκτους), επισείω κινδύνους. Oυσ. κινδυνολογία, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
κινδυνολογία — η [κινδυνολογώ] η κατά κόρον αναφορά και επισήμανση ανύπαρκτων στην πραγματικότητα κινδύνων ή η μεγαλοποίηση υπαρκτών κινδύνων («η μία παράταξη κατηγορεί την άλλη για κινδυνολογία») … Dictionary of Greek